υμενογόνος

υμενογόνος
-α, -ο, θηλ. και -ος, Ν
1. αυτός που σχηματίζει υμένες
2. ιατρ. αυτός που παράγει υμενώδες εξίδρωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υμένας + -γόνος (< γόνος < γίγνομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Ιωάνν. Ορλάνδο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”